ωριαία σήματα

ωριαία σήματα
Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας από διάφορα κέντρα με τον ασύρματο τηλεγράφου. Ήδη ο Ίππαρχος απέδειξε, ότι η διαφορά των τοπικών χρόνων δύο τόπων ισούται με τη διαφορά των γεωγραφικών μηκών τους Tο πρόβλημα που υπήρχε σχετικά με τον προσδιορισμό των μηκών λύθηκε με την εφεύρεση του ασυρμάτου. Ο Ίππαρχος πρότεινε τη χρήση των εκλείψεων για τον καθορισμό των ω.σ., εξαιτίας όμως της σπανιότητάς τους, προτιμήθηκε η αποχή της Σελήνης από διάφορους αστέρες και, μετά την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου το 1609, οι εκλείψεις των δορυφόρων του Δία. Για τη σύνταξη πινάκων με σωστά στοιχεία της κίνησης της Σελήνης και των εκλείψεων των δορυφόρων του Δία, ιδρύθηκαν τα αστεροσκοπεία του Γκρίνουιτς το 1675 και του Παρισιού το 1667. Ο Πικάρ (1671) μεταχειρίστηκε οπτικά σήματα μικρής σχετικά εμβέλειας και ο Γκίλις (1844) τον ασύρματο τηλέγραφο. Tέλος ο Μπιγκουρντάν χρησιμοποίησε τον ασύρματο το 1904, ο οποίος και έλυσε το πρόβλημα με τον τελειότερο τρόπο. Τον Οκτώβριο του 1912 η διεθνής διάσκεψη της ώρας στο Παρίσι, αποφάσισε την ίδρυση γραφείου μηκών εκεί, και ήδη η αποστολή των σημάτων είναι κάτω από τον έλεγχο των αστεροσκοπείων, που συνδέονται με τους εδικούς σταθμούς ασυρμάτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”